κατουρλιά

κατουρλιά
βλ. κατρούλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατουρλιά — κατουρλιά, η και κατρουλιά, η το ποσό του κάτουρου από ένα κατούρημα ή το μέρος του εδάφους, κρεβατιού κ.ά. που βράχηκε με το κατούρημα: Ο μπέμπης με την κατουρλιά του μας έβρεξε όλο το σεντόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατρούλα — και κατρουλιά και κατουρλιά, η η ποσότητα τών ούρων που αποβάλλονται με μια ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρουλ ιό με αλλαγή γένους διά τής θηλ. μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μαχαίρ α)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”